ἠπειρώτης
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον, ὁ, fem. ἠπειρ-ῶτις, ιδος,
A landsman, Luc.Ind.19; ἄγειν ἀπειρώταν [ἰχθύν] to treat it as a landsman, Theoc.21.58 (prob. l.); ἵπποι Philostr.Im.1.30. II Subst. -ώτης, ὁ, dweller on the mainland, opp. νησιώτης, Hdt.6.49, cf. 1.171, Isoc.4.132: fem. Adj., αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, opp. to those in islands, Hdt.1.151, cf. 7.109, Th.1.5, al.; also ἠ. ξυμμαχία alliance with a military power, opp. ναυτική, ib.35, cf. 4.12; πόλεις τῇ παρασκευῇ ἠπειρώτιδας Id.6.86. III Asiatic, ψυχή E.Andr.159: Subst. fem., ib.652. 2 Ἠπειρώτης, ου, ὁ, an Epirote, Arist.Fr.494.
German (Pape)
[Seite 1174] ὁ, fem. ἠπειρῶτις, ιδος, ἡ, auf dem Festlande, Ggstz νησιώτης, Isocr. 4, 132; πόλιες ἠπειρώτιδες, Städte im Binnenlande (im Continent Asien), Ggstz Küsten- u. Inselstädte, Her. 1, 151. 7, 109; ξυμμαχία ἠπ., im Ggstz von ναυτική, Thuc. 1, 35; – Ggstz von θαλάσσιος, 4, 2; – auch = asiatisch, Eur. Andr. 159. 650.