οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home
προμᾰραίνομαι: παθ., μαραίνομαι πρότερον, Ἀριστ. Προβλ. 23. 11.
προμᾰραίνομαι: (о воздушном или морском течении) замирать, ослабевать, утихать Arst.