κρασπεδόομαι

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρασπεδόομαι Medium diacritics: κρασπεδόομαι Low diacritics: κρασπεδόομαι Capitals: ΚΡΑΣΠΕΔΟΟΜΑΙ
Transliteration A: kraspedóomai Transliteration B: kraspedoomai Transliteration C: kraspedoomai Beta Code: kraspedo/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be bordered or edged, ὄφεσι κεκρασπεδῶσθαι E.Ion1423.

Greek (Liddell-Scott)

κρασπεδόομαι: Παθ., περιβάλλομαι ὡς ὑπὸ κρασπέδου, κεκρασπέδωται δ’ ὄφεσιν αἰγίδος τρόπον Εὐρ. Ἴων 1423.

Greek Monotonic

κρασπεδόομαι: Παθ., βρίσκομαι στο όριο ή στην άκρη, σε Ευρ.