διατωθάζω
From LSJ
Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los
English (LSJ)
A tease, Alciphr.2.4.
German (Pape)
[Seite 609] verspotten, Alciphr. 2, 4, τινά.
Greek (Liddell-Scott)
διατωθάζω: πολὺ περιγελῶ ἢ ἐμπαίζω, Ἀλκίφρων 2.4.
Spanish (DGE)
1 mofarse, burlarse de c. ac. de pers. σε Alciphr.4.19.4, cf. Olymp.Iob 19.20 en M.93.248B, c. part. pred. διετώθαζεν αὐτὸν ἐκεῖνο ἐπιλέγων Philostr.VS 544
•c. ac. de abstr. τὴν δὲ ἰδέαν ταύτην Philostr.VS 574, τὸ γεγονός Ath.Epit.604e.
2 increpar, apostrofar δ. γοῦν ὡς ἀκούοντας καὶ δοκῶ τι ἀντακούεσθαι Philostr.Im.1.28.