χωριστέον

From LSJ
Revision as of 20:09, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωριστέον Medium diacritics: χωριστέον Low diacritics: χωριστέον Capitals: ΧΩΡΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: chōristéon Transliteration B: chōristeon Transliteration C: choristeon Beta Code: xwriste/on

English (LSJ)

   A one must separate, τι ἀπό τινος Pl.Plt.303d; also τι τινός, τῆς ὀχείας τοὺς κριούς Gp.18.3.1, cf. Iamb.Protr.21.κγ.    2 χωριστέος, α, ον, to be separated, A.D.Pron. 52.23.

Greek (Liddell-Scott)

χωριστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ χωρίζω, δεῖ χωρίζειν, πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, τι ἀπό τινος Πλάτ. Πολιτικ. 303C. 2) χωριστέος, α, ον, ὃν δεῖ χωρίζειν, ὃν πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, Ἀπολλώνιος περὶ Ἀντωνυμ. 326C.

Greek Monotonic

χωριστέον: ρημ. επίθ. του χωρίζω, αυτό που πρέπει να διαχωριστεί τί ἀπό τινος, σε Πλάτ.