ἀπόπλυμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A water in which anything has been diluted or dissolved, ἀ. κηρίων mead, ἀ. τιτάνου lime-water, D.S.5.26,28; κρεῶν Sor.1.59.
German (Pape)
[Seite 319] τό, das Abgespülte, Spülwasser, Sp. τιτάνου, Kalkwasser, D. Sic. 5, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπλῠμα: τό, ὕδωρ ἐν ᾧ ἐπλύθη ἢ διελύθη τι, ἀπόπλυμα κηρίων, ὑδρομέλι, ἀπόπλυμα τιτάνου, ἀσβεστόνερον, Διόδ. 5. 26, 28.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
agua donde se ha lavado o desleído, agua de ὡς ἀποπλύματα κρεῶν νεοσφαγῶν de deyecciones, Archig.p.70L., cf. Sor.44.8, ἀ. τιτάνου agua calcárea D.S.5.28, τὰ κηρία πλύνοντες τῷ τούτων ἀποπλύματι χρῶνται lavando los panales, se sirven del líquido que sueltan D.S.5.26, τὸ ἀπόπλυμα τοῦ πίνακος ἐπιχέασα αὐτῇ habiéndole arrojado el agua de fregar del barreño Pall.H.Laus.34.7.