ἀφάβρωμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, Megarian name of a
A woman's garment, Plu. 2.295b; cf. ἅβρωμα.
German (Pape)
[Seite 406] τό, ein Megarisches Frauenkleid, Plut. qu. Gr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφάβρωμα: τό, Μεγαρικὸν ὄνομα γυναικείου ἐνδύματος, Πλούτ. 2. 295Α· πρβλ. ἅβρωμα παρ’ Ἡσυχ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement de femme, à Mégare.
Étymologie: ἀπό, ἁβρός.