χέρμα

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέρμα Medium diacritics: χέρμα Low diacritics: χέρμα Capitals: ΧΕΡΜΑ
Transliteration A: chérma Transliteration B: cherma Transliteration C: cherma Beta Code: xe/rma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = χάλιξ, Hsch.; of the upper stone in an olivepress, Q.S.14.263 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 1349] τό, ein Stein, ein Kiesel, wie χερμάς, χερμάδιον. Vgl. über die Ableitung χέραδος.

Greek (Liddell-Scott)

χέρμα: τό, μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. ὡς = χέραδος, χάλιξ, «χέρμα· ποίημαχάλιξ».

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. η επάνω πέτρα ελαιοτριβείου
2. (κατά τον Ησύχ.) «χέρμα, ποίημα, χάλιξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χερμάς.