πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
λῐπόγεως: -ων, ἔχων ἔλλειψιν γῆς, Μακαρ. Ὁμ. σ. 145.
λιπόγεως, -ων (Α)αυτός που έχει έλλειψη γης, που στερείται γης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γεως (άλλη μορφή στην ιων. -αττ. του θ. της λ. γῆ), πρβλ. βαθύ-γεως, λεπτό-γεως].