στρουθίων
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
ωνος, ὁ, = sq., Gloss.
German (Pape)
[Seite 956] ωνος, ὁ, = στρουθοκάμηλος, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθίων: -ωνος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
η στρουθοκάμηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + επίθημα -ίων (πρβλ. πορφυρ-ίων)].