στρουθοκάμηλος

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρουθοκᾰ́μηλος Medium diacritics: στρουθοκάμηλος Low diacritics: στρουθοκάμηλος Capitals: ΣΤΡΟΥΘΟΚΑΜΗΛΟΣ
Transliteration A: strouthokámēlos Transliteration B: strouthokamēlos Transliteration C: strouthokamilos Beta Code: strouqoka/mhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, also ἡ,
A ostrich, from its camel-like neck, D.S.2.50, Str.16.4.11, Sor.1.84, Gal.6.702,705; struthiocamelus, Plin.HN10.143.
II = στρούθειον III, Ps.-Dsc.2.163.

German (Pape)

[Seite 956] ὁ, auch ἡ, der Vogel Strauß wegen seines Kameelhalses, D. Sic. 2, 50 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 autruche, oiseau;
2 saponaire, plante.
Étymologie: στρουθός, κάμηλος.

Russian (Dvoretsky)

στρουθοκάμηλος:страус Diod.

Greek (Liddell-Scott)

στρουθοκάμηλος: [ᾰ], ὁ, ὡσαύτως ἡ, τὸ γνωστὸν ζῷον κληθὲν οὕτως ἐκ τοῦ καμηλοειδοῦς λαιμοῦ του, Διόδ. 2. 50, Στράβ. 772, (πρβλ. Ὀππ. Κυν. 3, 483, μετὰ στρουθοῖο κάμηλον)· struthio-camelus παρὰ Πλιν. Ν. Η. 10. 1, 1. ΙΙ.= στρουθίον ΙΙ, Διοσκ. 2. 192.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και στρουθοκάμηλος, ό, και στρουθιοκάμηλος, ό και ἡ, Α
είδος πτηνού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί την ελληνική ονομασία του πιο μεγαλόσωμου αρτίγονου πτηνού-δρομέα, ανίκανου για πτήση, που απαντά στην Αφρική και ανήκει στην οικογένεια στρουθιονίδες
αρχ.
το φυτό στρούθειον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κάμηλος.

Wikipedia EN

Struthio molybdophanes

The common ostrich (Struthio camelus) or simply ostrich, is a species of large flightless bird native to certain large areas of Africa. It is one of two extant species of ostriches, the only living members of the genus Struthio in the ratite order of birds. The other is the Somali ostrich (Struthio molybdophanes), which was recognized as a distinct species by BirdLife International in 2014 having been previously considered a very distinctive subspecies of ostrich

Wikipedia EL

Η στρουθοκάμηλος είναι μεγάλο πτηνό, που ανήκει στην οικογένεια Στρουθιονίδες και στην τάξη Στρουθιόμορφα των δρομέων. Υπάγεται στην ομάδα των ατροπιδοφόρων πουλιών, τα οποία στερούνται τρόπιδας στο στέρνο τους και δεν μπορούν να πετάξουν. Είναι συγγενικό είδος με τους δρομείς που έζησαν κατά το Τριτογενές . Πρόκειται για το μεγαλύτερο πουλί που ζει σήμερα στον πλανήτη μας. Ζει σε αγέλες και τρέφεται με σπόρους, φρούτα και έντομα. Εξαιτίας του κυνηγιού της για το φτέρωμά της, παρατηρείται μείωση του πληθυσμού της τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στην Αφρική και στην Αραβική Χερσόνησο. Τα φτερά του πουλιού χρησιμοποιούνται για διακοσμητικούς σκοπούς, ενώ το κρέας και τα αυγά της τρώγονται. Σε πολλές περιοχές του κόσμου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα υπάρχουν και εκτροφεία στρουθοκαμήλων.

Greek Monotonic

στρουθοκάμηλος: [ᾰ], ὁ, επίσης ἡ, πτηνό στρουθοκάμηλος, που ονομάστηκε έτσι λόγω του λαιμού του, που είναι στενόμακρος όπως τῆς καμήλας, σε Στράβ.

Middle Liddell

στρουθο-κᾰ́μηλος, ὁ, αλσο ἡ,
an ostrich, from its camel-like neck, Strab.

Translations

af: volstruis; am: ሰጎን; ang: strȳta; an: struthio camelus; ar: نعامة; ast: struthio camelus; av: варанихӏинчӏ; azb: دوه‌قوشو; az: dəvəquşu; be: страус; bg: щраус; bn: উটপাখি; br: struskañval; bs: noj; ca: estruç comú; cdo: dò̤-nēu; ceb: struthio camelus; chr: ᎬᎾ ᎤᏔᎾ; ckb: وشترمر; cs: pštros dvouprstý; cy: estrys; da: struds; de: Afrikanischer strauß; el: στρουθοκάμηλος; grc: στρουθοκάμηλος, στρουθίων; eml: strus; en: common ostrich; eo: struto; es: struthio camelus; et: jaanalind; eu: ostruka; fa: شترمرغ; fi: strutsi; fj: ositereji; fo: strutsur; fr: autruche d'afrique; gan: 鴕鳥; ga: ostrais; gd: struth; gl: avestruz; hak: thò-niâu; ha: jimina; he: יען מצוי; hi: शुतुरमुर्ग; hr: noj; hu: strucc; hy: ջայլամ; ia: struthio camelus; id: burung unta; ilo: kadawyan nga abestrus; io: strucho; it: struthio camelus; ja: ダチョウ; jbo: strutione; jv: manuk unta; ka: აფრიკული სირაქლემა; kbd: махъшэбзу; kbp: taataa; kk: түйеқұс; kn: ಉಷ್ಟ್ರ ಪಕ್ಷಿ; ko: 타조; ku: hêştirme; kw: strus; ky: төө куш; la: struthio; lbe: варани чӏелму; lfn: strutioniformo; li: struusvogel; lt: afrikinis strutis; lv: strauss; mk: ној; ml: ഒട്ടകപ്പക്ഷി; mrj: африка страус; mr: शहामृग; ms: burung unta; my: ငှက်ကုလားအုတ်; ne: अस्ट्रिच; nl: struisvogel; nn: slettestruts; no: slettestruts; nso: mpšhe; nv: tsídiitsoh; oc: estruci; pa: ਸ਼ੁਤਰਮੁਰਗ; pcd: oetriche; pl: struś czerwonoskóry; pnb: شترمرغ; ps: اوښمرغه; pt: avestruz; qu: awistrus; ro: struț; ru: страус; scn: struzzu; sco: ostrich; sd: اٺ پکي; sh: noj; simple: ostrich; si: පැස්බරා; sk: pštros dvojprstý; sl: noj; sn: mhou shiri; so: goronyo; sr: ној; su: manuk onta; sv: struts; sw: mbuni; ta: தீக்கோழி; te: నిప్పుకోడి; tg: шутурмурғ; th: นกกระจอกเทศ; tl: abestrus; tr: deve kuşu; tum: ntibatiba; udm: страус; ug: تۆگىقۇش; uk: страус; ur: شتر مرغ; vi: đà điểu châu phi; vls: struusveugel; war: struthio camelus; wuu: 鸵鸟; yi: שטרויס; yo: ògòngò; zea: struusveugel; zh_min_nan: tô-chiáu; zh_yue: 鴕鳥; zh: 鸵鸟