θεῖμεν
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
for θείημεν, 1pl. aor. 2 opt. Act. of τίθημι.
Greek (Liddell-Scott)
θεῖμεν: ἀντὶ θείημεν, α΄ πληθ. εὐκτ. ἐνεργ. ἀορ. β΄ τοῦ τίθημι.