θεσμοδότης
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
ὁ,
A lawgiver, cj. for -θέτης, Longin.9.9:—fem. θεσμο-δότειρα Orph.Εὐχή 25.
German (Pape)
[Seite 1203] ὁ, Gesetzgeber, Sp.