θυοσκοπία
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
ἡ,=
A haruspicina, used as etym. of Θοῦσκος, Lyd.Mag.Prooem.
Greek Monolingual
θυοσκοπία, ἡ (Α) θυοσκόπος
(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του Θοῡσκος, στον Ιω. Λυδό)
η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία.