θυσμικός
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
ή, όν,
A sacrificial, ἔτος IG12(5).141 (Paros), 903 (Tenos).
Greek (Liddell-Scott)
θυσμικός: -ή, -όν, εἰς θυσίαν ἀνήκων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2339 (προσθῆκαι).