stray
From LSJ
Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. πλανᾶσθαι, ἀλᾶσθαι περιπολεῖν; see wander.
go wrong: P. and V. ἁμαρτάνειν, ἐξαμαρτάνειν, σφάλλεσθαι.
of the mind: P. and V. πλανᾶσθαι.
this lock of hair has strayed from its place: V. ἐξ ἕδρας σοι πλόκαμος ἐξέστηχ' ὅδε (Eur., Bacchae 928).
adjective
chance: P. and V. ὁ τυχών, ὁ ἐπιτυχών, ὁ προστυχών, ὁ συντυχών.