ἱερομηνία
English (LSJ)
ἡ, (μήν)
A sacred month, during which the great festivals were held and hostilities suspended, ἱ. Νεμεάς, of the Nemean games, Pi.N.3.2; ἱ. ἁ Πυθιάς IG22.1126.44 (Amphict.); ἐν σπονδαῖς καὶ προσέτι ἱερομηνία Th.3.56; ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις ib.65 (s. v.l.); ἱ. ἄγειν D.24.29: in pl., sacrifices offered during the sacred month, IG11(2).154.11 (Delos, iii B.C.); = Lat. supplicatio, App.BC5.130: pl., D.C.39.53 (ἱερο-μήνια, τά, of the Κάρνεια (q.v.), is prob. f.l. in Th.5.54).
German (Pape)
[Seite 1241] ἡ, eigtl. der heilige Monat, wie nach Schol. Pind. N. 3, 2 in Athen der Monat Δημητριών hieß, od. der heilige Mond (μήνη); ein Fest-, Feiertag, Hesych. ἑορτάσιμος ἡμέρα, Harpocr. αἱ ἑορτάδες ἡμέραι, Νεμεάς, das nemeische Fest, Pind. N. 3, 2; ἱερομηνίαν ἄγειν Dem. 24, 20; ἱερομηνίας οὔσης 21, 34, von der Festzeit der Dionysien, öfter; ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις Thuc. 3, 65, vgl. 56; Sp., wie Hdn. 1, 16, 5, τὴν τοῦ ἔτους ἀρχὴν ἱερομηνίαν ἄγουσι. – Auch τὰ