Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἱερομηνία

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερομηνία Medium diacritics: ἱερομηνία Low diacritics: ιερομηνία Capitals: ΙΕΡΟΜΗΝΙΑ
Transliteration A: hieromēnía Transliteration B: hieromēnia Transliteration C: ierominia Beta Code: i(eromhvi/a

English (LSJ)

ἡ, (μήν) sacred month, during which the great festivals were held and hostilities suspended, ἱ. Νεμεάς, of the Nemean Games, Pi.N.3.2; ἱ. ἁ Πυθιάς IG22.1126.44 (Amphict.); ἐν σπονδαῖς καὶ προσέτι ἱερομηνία Th.3.56; ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις ib.65 (s. v.l.); ἱ. ἄγειν D.24.29: in plural, sacrifices offered during the sacred month, IG11(2).154.11 (Delos, iii B.C.); = Lat. supplicatio, App.BC5.130: pl., D.C.39.53 (ἱερο-μήνια, τά, of the Κάρνεια (q.v.), is prob. f.l. in Th.5.54).

German (Pape)

[Seite 1241] ἡ, eigtl. der heilige Monat, wie nach Schol. Pind. N. 3, 2 in Athen der Monat Δημητριών hieß, od. der heilige Mond (μήνη); ein Fest-, Feiertag, Hesych. ἑορτάσιμος ἡμέρα, Harpocr. αἱ ἑορτάδες ἡμέραι, Νεμεάς, das nemeische Fest, Pind. N. 3, 2; ἱερομηνίαν ἄγειν Dem. 24, 20; ἱερομηνίας οὔσης 21, 34, von der Festzeit der Dionysien, öfter; ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις Thuc. 3, 65, vgl. 56; Sp., wie Hdn. 1, 16, 5, τὴν τοῦ ἔτους ἀρχὴν ἱερομηνίαν ἄγουσι. – Auch τὰ

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fête de chaque mois, jour de fête en gén.
Étymologie: ἱερός, μήν².

Russian (Dvoretsky)

ἱερομηνία: ἡ иеромения, священные дни месяца, иногда священный месяц, месячный праздник, праздничная пора (на время которой прекращались даже враждебные действия между греческими государствами) (ἱερομηνίας οὔσης Dem.): ἱ. Νεμεάς Pind. Немейская иеромения; ἐν σπονδαῖς καὶ προσέτι ἱερομηνίᾳ Thuc. во время мира, да еще во время иеромении.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερομηνία: ἡ, (μήν, μήνη) ἡ ἱερὰ περίοδος τοῦ μηνός, αἱ ἡμέραι καθ’ ἃς ἐγίνοντο αἱ μεγάλαι ἑορταὶ καὶ αἱ ἐχθροπραξίαι διεκόπτοντο, ἱερομηνία Νεμέας, ἐπὶ τῶν ἐν Νεμέᾳ ἀγώνων, Πινδ. Ν. 3. 4· ἱ. ἁ Πυθιὰς Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Σύλλ. Ἐπιγρ. 1688. 44· ἐν σπονδαὶς καὶ προσέτι ἱερομηνία Θουκ. 3. 56· ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις αὐτόθι 65· ἱερ. ἄγειν Δημ. 710. 1· ὡσαύτως ἱερομήνια, τά, ἡ ἑορτὴ τῶν Καρνείων ἐν Σπάρτῃ, Θουκ. 5. 54. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ἱερὰ ἑορτὴ κατὰ μῆνα» καὶ «ἱερομηνίαι. αἱ ἑορτώδεις ἡμέραι ἱερομηνίαι καλοῦνται». ― Πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ., Ἁρποκρ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 1, κτλ.

English (Slater)

ῐερομηνία sacred month ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι (οἱ δὲ ἱερὸν μῆνα καθόλου λέγουσι κεκλῆσαι, ἐν ᾧ τὰ Νέμεα ἄγεται. Σ.) (N. 3.2)

Greek Monolingual

ἱερομηνία, ἡ (Α)
1. ιερός μήνας κατά τον οποίο τελούνταν μεγάλες εορτές στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια του οποίου διακόπτονταν οι εχθροπραξίες
2. στον πληθ. αἱ ἱερομηνίαι
οι θυσίες που προσφέρονταν κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + μήνη (< μην, μηνός), πρβλ. νουμηνία].

Greek Monotonic

ἱερομηνία: ἡ (μήν, μήνη), ιερή περίοδος του μήνα, κατά την οποία διεξάγονταν μεγάλες γιορτές και έπαυαν οι εχθροπραξίες· ἱερομηνία Νεμέας, λέγεται για τους αγώνες της Νεμέας, σε Πίνδ., Θουκ.· ἱερομήνια, τά, λέγεται για τη γιορτή των Καρνείων στη Σπάρτη, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἱερο-μηνία, ἡ, [μήν, μήνη
the holy time of the month, during which the great festivals were held and hostilities suspended, ἱερ. Νεμέας, of the Nemean Games, Pind., Thuc.