μιξόλευκος
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ον,
A mixed with white, Luc.Bis Acc.8.
German (Pape)
[Seite 189] mit Weiß gemischt, Luc. bis accus. 8.
Greek (Liddell-Scott)
μιξόλευκος: -ον, μεμιγμένος μετὰ λευκοῦ, Λουκ. Δὶς Κατηγορ. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mêlé de blanc.
Étymologie: μίγνυμι, λευκός.
Greek Monolingual
μιξόλευκος, -ον (Α)
αναμεμιγμένος με λευκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξο- του μίγνυμι / μείγνυμι + λευκός.