ἀσάμινθος
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
[ᾰσᾰ], ἡ,
A bathing-tub, ἔς ῥ' ἀσάμινθον ἕσασα having made sit in it, Od.10.361; ἔκ ῥ' ἀ. βῆ 3.468; ἔς ῥ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας Il.10.576, al.; ἀργυρέας ἀ. Od.4.128: rare in Att., ἐξ ἀ. κύλικος λείβων from a cup as large as a bath, Cratin.234; later, Artem.1.56, PStrassb.29.37 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 368] ἡ, Badewanne, Hom. Iliad. 10, 576 Od. 3, 468. 4, 48. 128. 8, 450. 456. 10, 361. 17, 87. 90. 23, 163. 24, 370; Soph. frg. 213; einzeln bei Sp.; – ein Becher, Cratin. Poll. 6, 98.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσάμινθος: ἡ, λουτήρ, ἔς ῥ’ ἀσάμινθον ἕσασα λό’ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο, καθίσασα ἐντὸς τοῦ λουτῆρος ἐλούετο ἐκ... κτλ., Ὀδ. Κ. 361· ἔκ ῥ’ ἀσαμίνθου βῆ δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Γ. 468· ἔς ῥ’ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο Ἰλ. Κ. 576, κ. ἀλλ.· ἀργυρέας ἀσαμίνθους Ὀδ. Δ. 128· σπάνιον παρ’ Ἀττ., Κρατῖν. ἐν «Χείρωσιν» 13· «καὶ ἀσάμινθος δὲ ποτήριον ἂν εἴη, ὡς Ὅμηρός τε μηνύει Τηλεμάχου διδόντος Μενέλεῳ δύ’ ἀσαμίνθους, καὶ Κρατῖνος ἐν Χείρωσιν, «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων» Πολυδ. Ϛ΄, 98, πρβλ. καὶ Ι΄, 64, ἴδε καὶ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
baignoire.
Étymologie: -νθος : mot préhell.