ἁγεμών

From LSJ
Revision as of 13:54, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

German (Pape)

[Seite 12] dor. für ἡγεμών, so auch ἁγεμονεύω.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡγεμών.

English (Slater)

ᾱγεμών (-ών, -όνος, -όνα; -όνεσσι.)
   1 leader, lord Ὀλύμπιος ἁγεμὼν (Ζεύς) (O. 9.57) εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται (P. 4.274) “ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν” (i. e. of Pelias.) (P. 4.112) ὁ τὰν μὲν (sc. Θήβαν) παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα (I. 8.20)