λευκόσφυρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A white-ankled, Ἥβα Theoc.17.32.
German (Pape)
[Seite 35] mit weißen Knöcheln, Ἥβη, Theocr. 17, 32.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόσφῠρος: -ον, ἔχων λευκὰ σφυρά, Ἥβα Θεόκρ. 17. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux talons blancs.
Étymologie: λευκός, σφυρόν.
Greek Monolingual
λευκόσφυρος, -ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»)].