ἐρυσάρματες

Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

acc. -ᾰτας, nom. and acc. pl., with no sg. in use,

   A chariot-drawing, ἵπποι Il.15.354, 16.370, Hes.Sc.369.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυσάρμᾰτες: αἰτ. -ᾰτας. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἄνευ ἑνικ. ἐν χρήσει, οἱ τὰ ἅρματα σύροντες, ἐρυσάρματες ἵπποι, ἐρυσάρματας ἵππους Ἰλ. Ο. 354, Π. 370, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 369. Πρβλ. Λοβεκκ. Παραλ. 179.

French (Bailly abrégé)

(οἱ) :
qui traînent un char.
Étymologie: ἐρύω, ἅρμα.

Greek Monolingual

ἐρυσάρματες, οἱ (Α)
αυτοί που σύρουν το άρμαἐρυσάρματες ἵπποι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (I) (πρβλ. ερύα-ω, είρυσ-α) + άρμα, -ατός].