ἐγγηράσκω
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
Lib.Or.61.9 (ἐγγηρ-άω Anon. in EN237.2), fut. -άσομαι [ᾱ] (v. infr.):—
A grow old with or in, μεγέθει σώματος Hp.Aph. 2.54; ταῖς βασιλείαις Plb.6.7.4, cf. D.S.11.23, Plu.Tim.15. 2 abs., grow old in one, decay, τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Th.6.18; πρὶν ἐγγηρᾶσαι τὴν ἀκμὴν τῆς ἐλπίδος Plu.Nic.14.
German (Pape)
[Seite 700] (s. γηράσκω), in, bei Etwas alt werden; τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Thuc. 6, 18; bes. Sp.; πρὶν ἐγγηρᾶσαι αὐτῷ τὴν ἀκμὴν τῆς ἐλπίδος Plut. Nic. 14; τοῖς τυραννείοις ἐγγηράσας Timol. 15, wie τῇ δυναστείᾳ Pol. 12, 15, 7; ἐγγηρᾶναι erwähnt Poll. 2, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγηράσκω: μέλλ. -άσομαι ᾱ, ἴδε κατωτ.· - γηράσκω ἔν τινι, τινι Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἐγγηράσκειν βασιλείαις Πολύβ. 6. 7, 4, κτλ. 2) ἀπολ., γηράσκω, μαραίνομαι, ἐκλείπω, τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Θουκ. 6. 18.
French (Bailly abrégé)
1 vieillir dans, τινι;
2 abs. vieillir, s’émousser.
Étymologie: ἐν, γηράσκω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. inf. ἐγγηρᾶσαι, pero ἐγγηράσαι Ph.2.447]
1 c. suj. de pers. envejecer, hacerse viejo c. dat. μεγέθει δὲ σώματος ... ἐγγηρᾶσαι hacerse viejo teniendo un cuerpo alto Hp.Aph.2.54, τῇ δυναστείᾳ Timae.124b, cf. Diog.54, Plb.6.7.4, D.S.11.23, τῇ Ἐφεσίων πόλει Iuba 83, cf. Lib.Or.61.9, ταῖς ἀπὸ νεότητος στρατείαις I.BI 3.4, c. ἐν y dat. ἐν δίκαις ... καὶ ἀγῶσι Plu.2.481a
•envejecer dedicado a τῇ ... σκέψει Ph.1.629, παιδείᾳ ... ἐνηβῆσαι καὶ ἐγγηράσαι Ph.2.447, τῇ διαθήκῃ τῇ παλαιᾷ Clem.Al.Strom.5.10.62.
2 c. suj. de abstr. envejecer, fig. decaer, declinar ἡ ἀκμὴ τῆς ἐλπίδος Plu.Nic.14
•en v. med. mismo sent. πάντων τὴν ἐπιστήμην ἐγγηράσεσθαι Th.6.18.