ἁνίοχος

From LSJ
Revision as of 13:55, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek (Liddell-Scott)

ἁνίοχος: Δωρ. ἀντὶ ἡνίοχος, χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον Πινδ. Ν. 6. 75.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor. c. ἡνίοχος.

English (Slater)

ᾱνῐοχος
   1 chariot driver ἐν τεσσαρά- κοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις (P. 5.50) met., Μελησίαν, χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον i. e. a trainer (N. 6.66)