ἀδικάστως
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
French (Bailly abrégé)
adv.
sans jugement, sans réflexion.
Étymologie: ἀδίκαστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδικάστως: неразумно, безрассудно Aesop.