καταλωφάω

From LSJ
Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλωφάω Medium diacritics: καταλωφάω Low diacritics: καταλωφάω Capitals: ΚΑΤΑΛΩΦΑΩ
Transliteration A: katalōpháō Transliteration B: katalōphaō Transliteration C: katalofao Beta Code: katalwfa/w

English (LSJ)

Ion. καταλωφέω,

   A rest from a thing, κὰδ δέ κ' ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Od.9.459.    II trans., give rest from, κούρην δ' ἐξ ἀχέων . . καταλώφεεν ὕπνος A.R.3.616.

German (Pape)

[Seite 1362] u. -λωφέω, aufhören lassen, beruhigen; κούρην δ' ἐξ ἀχέων ἀδινὸς κατελώφεεν ὕπνος Ap. Rh. 3, 616; – intr., aufhören, ausruhen, in tmesi, κὰδ δέ κ' ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Od. 9, 460.

Greek (Liddell-Scott)

καταλωφάω: Ἰων. ― -έω, ἀναπαύομαι, ἀναπνέω, ἀνακουφίζομαι ἀπό τινος, κὰδ δέ κ’ ἐμὸν κῆρ λωφήσειε κακῶν Ὀδύσ. Ι. 460. ΙΙ. μεταβ., παρέχω ἀνάπαυσιν ἀπό τινος, κούρην δ’ ἐξ ἀχέων… καταλώφεεν ὕπνος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 616.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
reposer de.
Étymologie: κατά, λωφάω.

Greek Monotonic

καταλωφάω: Ιων. -έω, μέλ. -ήσω, ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι από κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.