ἀμύριστος
From LSJ
μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A not steeped in unguents, στέμματα Epigr.Gr. 418 (Cyrene). 2 metaph., rude, rough, ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.92.
German (Pape)
[Seite 132] ungesalbt, Heracl. bei Plut. Pyth. or. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύριστος: -ον, ὁ μὴ ἀληλιμμένος διὰ μύρων, στέμματα Συλλ. Ἐπιγρ. 5172. 2) μεταφ., τραχύς, ἄξεστος, ἀμ. φθεγγομένη Πλούτ. 2. 397Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non parfumé.
Étymologie: ἀ, μυρίζω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 no empapado de perfumes στέμμα GVI 1522.5 (Cirene II a.C.).
2 fig. rudo Σίβυλλα ... ἀμύριστα φθεγγομένη Heraclit.B 92.