οὐλόκερως
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
German (Pape)
[Seite 412] mit krausen, gewundenen Hörnern, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλόκερως: -ων, γεν. -ω (οὖλος Β) ὁ ἔχων στρεπτὰ ἢ καμπύλα κέρατα, Στράβ. 96.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω;
dont les cornes sont recourbées ou tronquées.
Étymologie: οὖλος², κέρας.
Greek Monotonic
οὐλόκερως: -ων (οὖλος Β), αυτός που έχει στριφτά ή κυρτά κέρατα, σε Στράβ.