οὐλόκερως

From LSJ
Revision as of 18:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

German (Pape)

[Seite 412] mit krausen, gewundenen Hörnern, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόκερως: -ων, γεν. -ω (οὖλος Β) ὁ ἔχων στρεπτὰ ἢ καμπύλα κέρατα, Στράβ. 96.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω;
dont les cornes sont recourbées ou tronquées.
Étymologie: οὖλος², κέρας.

Greek Monotonic

οὐλόκερως: -ων (οὖλος Β), αυτός που έχει στριφτά ή κυρτά κέρατα, σε Στράβ.