ταυτί

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

German (Pape)

[Seite 1074] att. verstärktes ταῦτα, s. οὑτοσί.

Greek (Liddell-Scott)

ταυτί: ἐπιτεταμένη Ἀττ. αἰτ. ἀντὶ ταῦτα, ἴδε οὗτος Α.

French (Bailly abrégé)

att. p. ταῦτα.

Greek Monotonic

ταυτί: επιτετ. Αττ. αντί ταῦτα, ουδ. πληθ. του οὗτος.