ἐγγίνομαι
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
[Seite 701] spätere Form von ἐγγίγνομαι.
c. ἐγγίγνομαι.
ἐγγίνομαι: (γῑ) ион. и поздн. = ἐγγίγνομαι.