κρουνός
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
English (LSJ)
ὁ,
A spring, well head, whence streams (πηγαί) issue, Il.22.147, 208; χείμαρροι ποταμοὶ . . κρουνῶν ἐκ μεγάλων 4.454, cf. Pi.O.13.63, Men. 530.22, PLond.3.1177.290 (ii A. D.), etc.; κρουνοὶ κρηναίου ποτοῦ S. Tr.14. 2 metaph., κ. αἵματος E.Rh.790, cf. Hec.568; κρουνοὶ Ἁφαίστοιο streams of lava from Etna, Pi.P.1.25; of streaming perspiration, Hp.Aph.7.85, Lib.Ep.316.3: metaph., torrent of words, θαρρῶν τὸν κ. ἀφίει Ar.Ra.1005. 3 watercourse, Str.5.3.8. 4 spout, nozzle, Hero Spir.2.25, al.
German (Pape)
[Seite 1514] ὁ, (verwandt mit κρήνη u. mit κρούω), der Spring, Quell, Springbrunnen, wo das Wasser stark u. mit Geräusch hervordringt; καλλίῤῥοος Il. 22, 147; Quelle der Giesbäche, 4, 452; Pind. Ol. 13, 61, der auch κρουνοὺς Ἡφαίστου δεινοτάτους ἀναπέμπει von Feuerströmen des Aetna sagt, P. 1, 25; αἵαατος Eur. Rhes. 790; auch vom Strom der Rede, θαῤῥῶν τὸν κρουνὸν ἀφίει Ar. Ran. 1005. – Canal od. Brunnen, Strab. VIII, 343. – Auch der Hahn an einem Gefäße, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρουνός: -οῦ, ὡς τὸ κρήνη, ἡ πρώτη πηγή, ἐξ ἧς λαμβάνουσι τὴν ἀρχὴν αἱ πηγαί, Ἰλ. Χ. 147, 208 (πρβλ. πηγή)· χείμαρροι ποταμοί... κρουνῶν ἐκ μεγάλων Δ. 454, πρβλ. Πινδ. Ο. 13. 90· κρουνοὶ κρηναίου ποτοῦ Σοφ. Τρ. 14· κρουνὸς αἵματος Εὐρ. Ρῆσ. 790, πρβλ. Ἑκ. 568· οὕτω, κρουνοὶ Ἡφαίστου, ῥεύματα «λάβας» ἐκ τῆς Αἴτνης, Πινδ. Π. 1. 48· ἐπὶ ἀφθόνως ῥέοντος ἱδρῶτος, Ἱππ. Ἀφ. 1261· ― χείμαρρος λόγων, θαρρῶν τὸν κρ. ἀφίει Ἀριστοφ. Βάτρ. 1005. 2) ὀχετὸς ὕδατος, Στράβ. 235, 343.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
jet d’une source ; source, fontaine.
Étymologie: cf. κρήνη.