δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ους, ουν :qui aime naviguer.Étymologie: φίλος, πλέω.
-ουν, και ασυναίρ. τ. φιλόπλοος, -ον, Ααυτός που του αρέσουν τα θαλάσσια ταξίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πλους (< πλοῦς/ πλόος < πλέω), πρβλ. θαλασσό-πλους].