φιλόπλους

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui aime naviguer.
Étymologie: φίλος, πλέω.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. φιλόπλοος, -ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα θαλάσσια ταξίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πλους (< πλοῦς/ πλόος < πλέω), πρβλ. θαλασσό-πλους].