ἁλμώδης

From LSJ
Revision as of 12:11, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

German (Pape)

[Seite 108] dasselbe, γῆ ἁλμωδεστέρα πρὸς φυτείαν, von zu vielem Salzgehalt, Xen. Oec. 20, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλμώδης: -ες, (ἅλμη, εἶδος) ἁλμυρώδης, ὑφάλμυρος, Ἱππ. Κωακ. 157, Ξεν. Οἰκ. 20. 12, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
c. ἁλμυρός.
Étymologie: ἅλμη, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
I 1medic. de humores corporales salado, salino τὸ ἀπὸ τῶν χυμῶν ἐκ τοῦ σώματος τοῦ ἁλμώδεως lo procedente de los humores de substancia salina Hp.Epid.2.1.10, πτύαλον Hp.Coac.238, cf. subst., Hp.Liqu.6, δάκρυον Hp.Epid.4.35, στόμα Hp.Epid.7.23.
2 del terreno salino (γῆ) ἁλμωδεστέρα πρὸς φυτείαν X.Oec.20.12, ἑν ἁλμώδεσι en terrenos salinos Thphr.HP 8.7.6, cf. CP 3.6.3, τὸ ἁλμῶδες la salinidad del terreno, Thphr.CP 6.10.4
de manantiales salobre κρῆναι Thphr.Fr.159.
II amargo φασὶν ἄπιόν τιν' ἔχειν χνοῦν ἁ. ... ὥστε ἐὰν μὴ ἀποπλύνῃ τις μὴ δύνασθαι ἐσθίειν Thphr.CP 6.10.7.