ἁλμώδης
German (Pape)
[Seite 108] dasselbe, γῆ ἁλμωδεστέρα πρὸς φυτείαν, von zu vielem Salzgehalt, Xen. Oec. 20, 13.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
c. ἁλμυρός.
Étymologie: ἅλμη, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἁλμώδης: солонцеватый (γῆ Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλμώδης: -ες, (ἅλμη, εἶδος) ἁλμυρώδης, ὑφάλμυρος, Ἱππ. Κωακ. 157, Ξεν. Οἰκ. 20. 12, κτλ.
Spanish (DGE)
-ες
I 1medic. de humores corporales salado, salino τὸ ἀπὸ τῶν χυμῶν ἐκ τοῦ σώματος τοῦ ἁλμώδεως lo procedente de los humores de substancia salina Hp.Epid.2.1.10, πτύαλον Hp.Coac.238, cf. subst., Hp.Liqu.6, δάκρυον Hp.Epid.4.35, στόμα Hp.Epid.7.23.
2 del terreno salino (γῆ) ἁλμωδεστέρα πρὸς φυτείαν X.Oec.20.12, ἑν ἁλμώδεσι en terrenos salinos Thphr.HP 8.7.6, cf. CP 3.6.3, τὸ ἁλμῶδες la salinidad del terreno, Thphr.CP 6.10.4
•de manantiales salobre κρῆναι Thphr.Fr.159.
II amargo φασὶν ἄπιόν τιν' ἔχειν χνοῦν ἁ. ... ὥστε ἐὰν μὴ ἀποπλύνῃ τις μὴ δύνασθαι ἐσθίειν Thphr.CP 6.10.7.