Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
adv.en paysan, d’une manière rustique.Étymologie: χωριτικός.
χωρῑτικῶς: по-деревенски (τετράφθαι Xen.).