μουσοφιλής
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
English (LSJ)
ές,
A loving the Muses, ἕταρος AP11.44 (Phld.).
Greek (Liddell-Scott)
μουσοφῐλής: -ές, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν φιλούμενος, Ἀνθ. Π. 11. 44.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
ami des Muses.
Étymologie: μοῦσα, φιλέω.
Greek Monolingual
-ές (Α μουσοφιλής, -ές)
προσφιλής στις Μούσες, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -φιλής (< φίλος) πρβλ. θεο-φιλής].