καβαθα
From LSJ
Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.
English (LSJ)
(accent dub.), ἡ, prob.= Lat.
A gabata, dish, Edict.Diocl. 15.51: also as neut. pl., καβαθα β UPZ149.40 (iii B.C.); [γ]αβαθα τρία Cumont Fouilles de Doura-EuroposP.372 No.13; cf. γαβαθόν, ζάβατος 11.
Greek Monolingual
καβαθα, ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α)
(αμφβλ. τονισμού) πήλινο πιάτο, γαβάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γαβαθόν. Για ετυμολ. βλ. λ. γαβάθα].