καβαθα
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
(accent dub.), ἡ, prob.= Lat.
A gabata, dish, Edict.Diocl. 15.51: also as neut. pl., καβαθα β UPZ149.40 (iii B.C.); [γ]αβαθα τρία Cumont Fouilles de Doura-EuroposP.372 No.13; cf. γαβαθόν, ζάβατος 11.
Greek Monolingual
καβαθα, ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α)
(αμφβλ. τονισμού) πήλινο πιάτο, γαβάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γαβαθόν. Για ετυμολ. βλ. λ. γαβάθα].