Ἡρακλείτειος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
α, ον,
A of Heraclitus, ἥλιος Pl.R.498b; Η., οἱ, his disciples, Id.Tht.179e, D.L.9.6.
Greek (Liddell-Scott)
Ἡρακλείτειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸν Ἡράκλειτον, Πλάτ. Πολ. 498Α· ― Ἡρ., οἱ, οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ὀπαδοί, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 179Ε, Διογ. Λ. 9. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’Héraclite ; οἱ Ἡρακλείτειοι, disciples ou partisans d’Héraclite.
Étymologie: Ἡράκλειτος.
Greek Monotonic
Ἡρακλείτειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Ηράκλειτο, σε Πλάτ.