πρεσβύτης

Revision as of 10:31, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

English (LSJ)

[ῠ], ητος, Dor. -ας, ατος, ἡ,

   A age, seniority, Test.Epict.4.28, 6.29: opp. νεότας, prob. rest. in IG5(1).1427.5 (Messene).
πρεσβ-ύτης [ῡ], ου, ὁ, prose form of

   A πρέσβυς 1, Hp.Aër.10 (pl.), Th.3.67 (pl.), Arist.EN1157b14 (pl.), etc.; the sixth of the seven ages, Hp.Hebd.5; also in Trag. and Com., E.Ph.847, Ar.Eq.525, Nu.358; πατέρα π. Κρόνον A.Eu.641; ἀνὴρ π. Ar.Ach.707, Antipho 4.1.6; ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος Pl.R.608c, etc.; of animals, [λέοντες] ὅταν γένωνται πρεσβῦται Arist.HA629b28:—fem. πρεσβῦτις, ιδος, A.Eu.731, 1027, E.Hec.842, Pl.Hp.Ma.286a, Theopomp. Com.78; πρεσβύτιδες γυναῖκες Aeschin.3.157; π. ἄνθρωπος Lys.1.15.

German (Pape)

[Seite 699] ὁ (vgl. πρέσβυς), der Alte; Κρόνος, Aesch. Eum. 611; Eur. Phoen. 854; χαῖρ' ὦ πρεσβῦτα παλαιογενές, Ar. Nubb. 359; u. in Prosa: ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος, Plat. Rep. X, 608 c; παῖδές τε ὄντες καὶ ἄνδρες καὶ πρεσβῦται, Legg. III, 687 a, u. öfter; Xen. Conv. 4, 17; Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβύτης: [ῡ], ου, ὁ, ὁ παρὰ τοῖς πεζογράφοις ἐν χρήσει τύπος τοῦ πρέσβυς Ι, ὡσαύτως ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, Εὐρ. Φοίν. 847, Ἀριστοφ. Ἀχ. 707, Ἱππ. 525, Νεφ. 358· πατέρα πρ. Κρόνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 641· πρ. ἀνὴρ Ἀντιφῶν 125. 39· ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος Πλάτ. Πολ. 608C, κτλ.· ἐπὶ ζῴων, [λέοντες] ὅταν γένωνται πρεσβῦται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 6· ― θηλ. πρεσβῦτις, ιδος, γυνὴ προβεβηκυῖα τὴν ἡλικίαν, ἡλικιωμένη, γραῖα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 731. 1027, Εὐρ. Ἑκ. 842, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286Α· πρεσβῦτις γυνὴ Αἰσχίν. 76. 4· πρ. ἄνθρωπος Λυσ. 93. 7· πρβλ. πρέσβυς. ΙΙ. ἄνθρωπος βλέπων μακράν, ὡς συνήθως οἱ γέροντες, πρεσβῦται, ἀντίθετον τῷ μύωψ. Ἀριστ. Προβλ. 31. 25, 1.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
ancien, vieux ; ὁ πρεσβύτης, vieillard.
Étymologie: πρέσβυς.

Spanish

anciano