πρεσβῦτις
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
English (LSJ)
ιδος, fem. of πρεσβύτης (q.v.).
German (Pape)
[Seite 699] ιδος, ἡ, fem. zu πρεσβύτης, die Alte; Aesch. Eum. 701. 981; Eur. Hec. 842; Plat. Hipp. mai. 286 a; ἄνθρωπος, Lys. 1, 15; Aesch. 3, 157; Folgende, wie Plut. adv. Stoic. 6.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
femme âgée.
Étymologie: πρεσβύτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρεσβῦτις -ιδος [πρεσβύτης] als adj. f. oude vrouw:. πρεσβῦτις ἄνθρωπος oud wijf Lys. 1.15.
Russian (Dvoretsky)
πρεσβῦτις: ῐδος adj. f старая (γυνή Aeschin.): π. ἄνθρωπος Lys. старая женщина.
ῐδος ἡ старуха Aesch., Eur., Lys., Plat. etc.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβῦτις: -ιδος, θηλυκ. τοῦ πρεσβύτης, ὃ ἴδε, πρβλ. καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 532.
English (Strong)
feminine of πρεσβύτης; an old woman: aged woman.
English (Thayer)
πρεσβυτιδος, ἡ (feminine of πρεσβύτης), an aged woman: Aeschylus, Euripides, Plato, Diodorus, Plutarch, Herodian, 5,3, 6 (3edition, Bekker).)
Greek Monolingual
-ύτιδος, η, ΝΑ
βλ. πρεσβύτης (Ι).
Middle Liddell
πρεσβῦτις, ιδος,
an aged woman, Aesch.
Chinese
原文音譯:presbÚtij 普雷士畢提士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:年長的
字義溯源:老年婦人;源自(πρεσβευτής / πρεσβύτης)=老年人);而 (πρεσβευτής / πρεσβύτης)出自(πρεσβύτερος)=長老), (πρεσβύτερος)又出自(πρεσβεύω)X*=年老的)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 老年婦人(1) 多2:3