Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
αἰέν: ἴδε ἐν λ. ἀεί.
poét. c. ἀεί.
always, ever; joined with ἀσκελέως, ἀσφαλές, διαμπερές, ἐμμενές, μάλα, νωλεμές, συνεχές. Also αἰεὶ ἤματα πάντα. ;;: see ἀεί.