καθαρουργός
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Full diacritics: κᾰθᾰρουργός | Medium diacritics: καθαρουργός | Low diacritics: καθαρουργός | Capitals: ΚΑΘΑΡΟΥΡΓΟΣ |
Transliteration A: katharourgós | Transliteration B: katharourgos | Transliteration C: katharourgos | Beta Code: kaqarourgo/s |
ὁ,
A baker of fine bread, Sammelb.984.5 (pl., i A.D.), PLond.2.454a (iv A.D.).
καθαρουργός, ὁ (Α)
αρτοποιός που παρασκευάζει εκλεκτό, λευκό άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -ουργός (< έργον), πρβλ. αγαθ-ουργός, ραδι-ουργός].