καθαρουργός

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθᾰρουργός Medium diacritics: καθαρουργός Low diacritics: καθαρουργός Capitals: ΚΑΘΑΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: katharourgós Transliteration B: katharourgos Transliteration C: katharourgos Beta Code: kaqarourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A baker of fine bread, Sammelb.984.5 (pl., i A.D.), PLond.2.454a (iv A.D.).

Greek Monolingual

καθαρουργός, ὁ (Α)
αρτοποιός που παρασκευάζει εκλεκτό, λευκό άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -ουργός (< έργον), πρβλ. αγαθ-ουργός, ραδι-ουργός].