καθαρουργός

From LSJ

συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰθᾰρουργός Medium diacritics: καθαρουργός Low diacritics: καθαρουργός Capitals: ΚΑΘΑΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: katharourgós Transliteration B: katharourgos Transliteration C: katharourgos Beta Code: kaqarourgo/s

English (LSJ)

ὁ, baker of fine bread, Sammelb.984.5 (pl., i A.D.), PLond.2.454a (iv A.D.).

Greek Monolingual

καθαρουργός, ὁ (Α)
αρτοποιός που παρασκευάζει εκλεκτό, λευκό άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -ουργός (< έργον), πρβλ. αγαθουργός, ραδιουργός].