ἀκρασία
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
(A), Ion. ἀκρησίη, ἡ, (ἄκρᾱτος)
A bad mixture, ill temperature, opp. εὐκρασία, ἀ. ἀέρος an unwholesome climate, Thphr.CP3.2.5; διὰ τὴν ἀκρησίην, of meats, Hp.VM7; χυμῶν ἀκρησίαι ib.18.
ἀκρᾰσ-ία (B), Ion. ἀκρᾰ-σίη,
A = ἀκράτεια, Archil.Supp.2.10, Democr. 234, D.2.18, X.Mem.4.5.6, Isoc.15.221 (pl.), Arist.EN1145a16, Men. 544, Ev.Matt.23.25, etc.; βρώσιος Dialex.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱσία: ἡ, (ἄκρᾱτος), κακὴ μῖξις, κακὴ σύγκρασις θερμοκρασίας, ἀντίθ. τῷ εὐκρασία, ἀκρ. ἀέρος, μὴ ὑγιεινὴ κατάστασις τοῦ ἀέρος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 2, 5· διὰ τὴν ἀκρησίην, τῶν τροφῶν (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ἀκρᾰσίην, = ἀκράτειαν), Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
intempérie.
Étymologie: ἄκρατος.
Ant. εὐκρασία.
2ας (ἡ) :
c. ἀκράτεια.
Spanish (DGE)
(ἀκρᾰσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀκρασίη Hippon.194.12
I debilidad, impotencia, agotamiento κύων ... κείμενος ἀκρασίῃ Hippon.l.c., cf. Hp.Coac.166.
II 1sent. social indisciplina, intemperancia πόλεως Arist.Pol.1310a19, del ejército, Plb.1.66.6.
2 sent. individual falta de dominio, desenfreno, incontinencia op. σωφροσύνη Democr.B 234, X.Mem.4.5.7, D.26.25, Pl.Grg.525a, ἀ. παρακολουθεῖ τῇ ἀφροσύνῃ Arist.VV 1251a2, cf. Men.Fr.631.3, Eu.Matt.23.25, Asoka Edict.9, c. gen. ἀ. βρώσιος Dialex.1, βίου D.2.18, ἡδονῶν Pl.Lg.886a, λόγου Thphr.Char.7.1, γλώττης Plu.2.10f, c. prep. πρὸς τὸ λαλεῖν Plu.Lyc.19, πρὸς τὰς ὠφελείας Plb.4.6.10
•libertinaje, vicio Plb.15.25.25, διδάσκαλοι ἀκρασίας Ph.1.685.
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ησίη Hp.VM 7
mezcla mal templada, insana c. gen. χυμῶν ἀ. Hp.VM 18, cf. Hp.VM 7, D.C.77.11.7.