διαχλιδάω
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
German (Pape)
[Seite 613] = simpl.; davon διακεχλιδώς βαδίζει Archipp. com. bei Plut. Alcib. 1, was Hesych. διαῤῥέων ὑπὸ τρυφῆς erkl.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. pf. διακεχλιδώς;
s’abandonner à la mollesse.
Étymologie: διά, χλιδάω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo perf. part. διακεχλιδώς Archipp.48, διακεχλοιδώς Hsch., inf. διακεχλοιδέναι Hsch.δ 1074]
ser afeminado βαδίζει διακεχλιδώς Archipp.l.c., Hsch.ll.cc.