διαχλιδάω
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
German (Pape)
[Seite 613] = simpl.; davon διακεχλιδώς βαδίζει Archipp. com. bei Plut. Alcib. 1, was Hesych. διαῤῥέων ὑπὸ τρυφῆς erkl.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. pf. διακεχλιδώς;
s'abandonner à la mollesse.
Étymologie: διά, χλιδάω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [sólo perf. part. διακεχλιδώς Archipp.48, διακεχλοιδώς Hsch., inf. διακεχλοιδέναι Hsch.δ 1074]
ser afeminado βαδίζει διακεχλιδώς Archipp.l.c., Hsch.ll.cc.
Russian (Dvoretsky)
διαχλῑδάω: (part. pf. διακεχλῑδώς) утопать в роскоши Plut.