ἀμβώσας
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
Ion. for ἀναβοήσας, v. sub ἀναβοάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβώσας: Ἰων. ἀντὶ ἀναβοήσας, ἴδε ἐν λ. ἀναβοάω.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ion. de ἀναβοάω.
Greek Monotonic
ἀμβώσας: Ιων. αντί ἀναβοήσας, μτχ. αορ. αʹ του ἀναβόω.