καινότης
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A newness, freshness, Plu.Per.13; αἱ τῶν δερμάτων -τητες Philostr.Ep.18. 2 novelty, λόγου Th.3.38; τῶν εὑρημένων Isoc.10.2; Χρὴ γὰρ εἰς ὄχλον φέρειν . . ὅσ' ἄν τις καινότητ' ἔχειν δοκῇ Anaxandr.54.6; ἡ ἐν τοῖς σχηματισμοῖς κ. D.H.Amm.2.3: pl., καινότητες novelties, Isoc.2.41; αἱ κ. καὶ αἱ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν D.C. 44.3.
German (Pape)
[Seite 1295] ητος, ἡ, Neuheit; plur., Isocr. 2, 41; Ath. III, 99 c; oft Plut., bes. mit dem Nebenbegriffe des Ungewöhnlichen, Mar. 61; αἱ καινότητες καὶ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν D. C. 44, 3.