συνουσιασμός
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
English (LSJ)
ὁ,
A = συνουσία 1.4, LXX Si.23.6, Plu.2.1d. Sor.1.61.
Greek (Liddell-Scott)
συνουσιασμός: ὁ, = συνουσία Ι, 4, Πλούτ. 2. 1Ε, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΚΓ΄, 5).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
commerce intime, union.
Étymologie: συνουσιάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ συνουσιάζω
συνουσία.